- απασφαλίζω
- (Μ ἀπασφαλίζω)νεοελλ.αφαιρώ την ασφάλεια, ελευθερώνωμσν.φράζω, κλείνω, προφυλάσσω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπασφαλιζόμενα — ἀπασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπασφαλισθέντος — ἀπασφαλίζω make secure aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπασφαλίζεσθαι — ἀπασφαλίζω make secure pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)